-
1 θυσιαστηρίῳ
жертвеннике[при] жертвеннике [в] жертвеннике жертвенникомΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > θυσιαστηρίῳ
-
2 συμμεριζομαι
1) раздавать по частям, распределять Diog.L.2) принимать участие(ἑκατέραις ταῖς γνώμαις Diod.)
3) получать свою долю(τῷ θυσιαστηρίῳ NT.)
См. также в других словарях:
θυσιαστηρίῳ — θυσιαστήριον altar neut dat sg θυσιαστήριος sacrificial masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυσιαστηρίωι — θυσιαστηρίῳ , θυσιαστήριον altar neut dat sg θυσιαστηρίῳ , θυσιαστήριος sacrificial masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
олтарь — ОЛТАР|Ь (245), Ѧ с. ἀλτοριον 1.Сооружение в форме стола, служащее для принесения жертв, жертвенник: отъ кръве авела правьдьнааго. до кръве захариа с҃на варахина. ѥгоже ѹбисте межѫ ѡлтарьмь и цр҃квью. (μετοξυ τοῦ ναοῦ καὶ τοῦ ϑυσιαστηρίου) Изб… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
συμμερίζομαι — ΝΜΑ, και ως ενεργ. συμμερίζω ΜΑ [μερίζω / ομαι] μετέχω σε κάτι μαζί με άλλους, συμμετέχω (α. «συμμερίζομαι την αγανάκτησή σου» β. «οἱ τῷ θυσιαστηρίῳ προσεδρεύοντες τῷ θυσιαστηρίῳ συμμερίζονται», ΚΔ) νεοελλ. φρ. «συμμερίζομαι τη γνώμη [ή την… … Dictionary of Greek
ACCESSUS AD ALTARE — ACCÉSSUS AD ALTÁRE [лат. приближение к престолу], название одного из моментов литургии верных, когда священнослужители приступают к престолу и готовят себя к совершению Евхаристии чтению анафоры и Причащению. В большинстве богослужебных традиций… … Православная энциклопедия
Minuscule 460 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 460 Text Acts of the Apostles, Catholic epistles, Pauline epistles Date 13th century Script … Wikipedia
προέλευση — η / προέλευσις, εύσεως, ΝΜΑ η καταγωγή, το γένος, η οικογένεια από τα οποία προέρχεται κάποιος (α. «άνθρωπος άγνωστης προέλευσης» β. «προελεύσει σαρκικῇ ἐκ τῆς Παρθένου τεχθῆναι», Λεόντ. γ. «τὴν θεανδρικὴν ἐκ τῆς Μαρίας προέλευσιν», Γρηγ. Ναζ.)… … Dictionary of Greek